περίξεση

περίξεση
η, Ν [περιξέω]
ξύσιμο γύρω γύρω, αφαίρεση λεπτού υλικού με αιχμηρό όργανο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιξέσῃ — περί ξέω shave aor subj mid 2nd sg περί ξέω shave aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιξυστικός — ή, ό, Ν [περιξύω] 1. αυτός που είναι κατάλληλος για περίξεση 2. φρ. «περιξυστικό μηχάνημα» μηχάνημα που χρησιμοποιείται για εξομάλυνση και λείανση κυλινδρικών επιφανειών, όπως είναι λ.χ. ο τόρνος …   Dictionary of Greek

  • λειαντικά — Φυσικές ή τεχνητές κρυσταλλικές ουσίες ποικίλης σκληρότητας, με τις οποίες αφαιρούνται επιφανειακά στρώματα, μικρού ή μεγάλου βάθους, από τεμάχια που υφίστανται κατεργασία. Τα λ. χρησιμοποιούνται με τη μορφή κόκκων διαφόρων μεγεθών, αλλά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”